- φυσαλλίδες
- φυσαλλίςbladderfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέμφιξ — (Ιατρ.). Δερματική νόσος με πορεία εξελικτική, που γενικά καταλήγει σε θάνατο. Συμπτώματά της είναι ο σχηματισμός φυσαλλίδων στο δέρμα και διακρίνεται σε κοινή, σε φυλλώδη και σε βλαστική. Στην κοινή π., χρόνιου τύπου, εμφανίζονται, σε… … Dictionary of Greek
αφρός — Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό. Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα,… … Dictionary of Greek
εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που … Dictionary of Greek
έκζεμα — Μη μεταδοτική δερματική βλάβη φλεγμονώδους τύπου που προσβάλλει τις επιφανειακές στιβάδες του δέρματος. Το έ., που μπορεί να έχει οξεία ή συνηθέστερα χρόνια εξέλιξη, εκδηλώνεται με μορφές που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους (χρόνια αλλεργική… … Dictionary of Greek
αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek
βουρβουλακώ — ( άω) 1. (για τόπο ή πηγή) αναδίδω νερό ορμητικά 2. βράζω, κοχλάζω 3. βγάζω φυσαλλίδες 4. γουργουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *βουρβουλάκι < βουρβούλα] … Dictionary of Greek
γαργαρίζω — (AM γαργαρίζω) κάνω γαργάρα, πλένω το στόμα και τον φάρυγγα με υγρό κρατώντας το κεφάλι προς τα πίσω και κάνοντας φυσαλλίδες μσν. νεοελλ. σκούζω, βγάζω άναρθρη κραυγή νεοελλ. 1. (για νερό) κελαρύζω, τρέχω με παφλασμό ευχάριστο στην ακοή 2. βγάζω… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… … Dictionary of Greek
κοχλαδόν — (Α) επίρρ. με φυσαλλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλάζω + επιρρμ. κατάλ. δόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. αμοιβα δόν, πρηνη δόν)] … Dictionary of Greek
συρροή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συνροά Α [συρρέω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συρρέω, το να ρέουν ή να χύνονται μαζί δύο υγρά («συνροὰ ὑδάτων», επιγρ.) 2. συνάθροιση, συγκέντρωση («συρροή πλήθους») νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηριστικό τών εξανθηματικών… … Dictionary of Greek